- καταγοητευθέντος
- καταγοητεύωbewitchaor part pass masc/neut gen sgκαταγοητεύωbewitchaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγοητεύω — (AM καταγοητεύω) γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω αρχ. 1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.) 2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον 3. παθ. καταγοητεύομαι παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek